- μώνυχας
- μώ̱νυχας , μῶνυξwith a singlemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεντύνω — ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»] … Dictionary of Greek
μώνυξ — μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) (για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ. β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < *μον(ο) ονυξ, με ανομοιωτική… … Dictionary of Greek
νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… … Dictionary of Greek
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek